- περιβολάρης
- jardinier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
περιβολάρης — και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν 1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός 2. παροιμ. «νά μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» λέγεται για τους τεμπέληδες… … Dictionary of Greek
περιβολάρης — ο πληθ. ηδες, θηλ. ισσα κηπουρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
γουναράς — και γούναρης και γουνάρης, ο 1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών 2. έμπορος γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ ευθείαν < γούνα + κατάλ. αράς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κηποκόμος — ο (Α κηποκόμος) κηπουρός, περιβολάρης νεοελλ. γεωπόνος ειδικός στην καλλιέργεια κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμος (< κομῶ «περιποιούμαι»), πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
μπαξεβάνης — ο κηπουρός, περιβολάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahčivan] … Dictionary of Greek
περβολάρης — ο, θηλ. ισσα βλ. περιβολάρης … Dictionary of Greek
περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός … Dictionary of Greek
περιβολαρήσιος — και περβολαρήσιος και περηβολήσιος, ια, ιο, Ν περιβολάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβολάρης / περιβόλι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σπιτ ήσιος)] … Dictionary of Greek
κηπουρός — ο αυτός που καλλιεργεί τον κήπο, περιβολάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)